- συνεκμαχώ
- -έω, Αεξορμώ προς την μάχη μαζί με άλλους («πολλοὺς ἄνδρας Θετταλῶν ἀπώλεσαν... ξυνεκμαχοῡντες», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκ + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. συμ-μαχῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.